απελπίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απελπίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απελπίζω
  2. θα απελπίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απελπίζω
  3. να απελπίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απελπίζω