απελπίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απελπίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απελπίζω
- θα απελπίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απελπίζω
- να απελπίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απελπίζω