απεμπολώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεμπολώ < αρχαία ελληνική ἀπεμπολῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
απεμπολώ
- ξεπουλάω κάτι, παραιτούμαι από κάτι που μου ανήκει
- δεν θα απεμπολήσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα