απιστήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απιστήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απιστώ
  2. θα απιστήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απιστώ
  3. να απιστήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απιστώ