αποδιοργανώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αποδιοργανώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδιοργανώνω
- θα αποδιοργανώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδιοργανώνω
- να αποδιοργανώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδιοργανώνω