αποδιοργανώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αποδιοργανώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποδιοργανώνω
  2. θα αποδιοργανώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδιοργανώνω
  3. να αποδιοργανώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδιοργανώνω