απολυτρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολυτρώνω < μεσαιωνική ελληνική απολυτρώνω < (ελληνιστική κοινήἀπολυτρόω / ἀπολυτρῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

απολυτρώνω (παθητική φωνή: απολυτρώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]