απολωλαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολωλαίνω < λωλός
Ρήμα[επεξεργασία]
απολωλαίνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απολωλαίνω | απολώλαινα | θα απολωλαίνω | να απολωλαίνω | απολωλαίνοντας | |
β' ενικ. | απολωλαίνεις | απολώλαινες | θα απολωλαίνεις | να απολωλαίνεις | απολώλαινε | |
γ' ενικ. | απολωλαίνει | απολώλαινε | θα απολωλαίνει | να απολωλαίνει | ||
α' πληθ. | απολωλαίνουμε | απολωλαίναμε | θα απολωλαίνουμε | να απολωλαίνουμε | ||
β' πληθ. | απολωλαίνετε | απολωλαίνατε | θα απολωλαίνετε | να απολωλαίνετε | απολωλαίνετε | |
γ' πληθ. | απολωλαίνουν(ε) | απολώλαιναν απολωλαίναν(ε) |
θα απολωλαίνουν(ε) | να απολωλαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απολώλανα | θα απολωλάνω | να απολωλάνω | απολωλάνει | ||
β' ενικ. | απολώλανες | θα απολωλάνεις | να απολωλάνεις | απολώλανε | ||
γ' ενικ. | απολώλανε | θα απολωλάνει | να απολωλάνει | |||
α' πληθ. | απολωλάναμε | θα απολωλάνουμε | να απολωλάνουμε | |||
β' πληθ. | απολωλάνατε | θα απολωλάνετε | να απολωλάνετε | απολωλάνετε | ||
γ' πληθ. | απολώλαναν απολωλάναν(ε) |
θα απολωλάνουν(ε) | να απολωλάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απολωλάνει | είχα απολωλάνει | θα έχω απολωλάνει | να έχω απολωλάνει | ||
β' ενικ. | έχεις απολωλάνει | είχες απολωλάνει | θα έχεις απολωλάνει | να έχεις απολωλάνει | ||
γ' ενικ. | έχει απολωλάνει | είχε απολωλάνει | θα έχει απολωλάνει | να έχει απολωλάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε απολωλάνει | είχαμε απολωλάνει | θα έχουμε απολωλάνει | να έχουμε απολωλάνει | ||
β' πληθ. | έχετε απολωλάνει | είχατε απολωλάνει | θα έχετε απολωλάνει | να έχετε απολωλάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν απολωλάνει | είχαν απολωλάνει | θα έχουν απολωλάνει | να έχουν απολωλάνει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολωλαίνω