απονίβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απονίβω < απονίπτομαι < (ελληνιστική κοινή) ἀπονίπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
απονίβω (παθητική φωνή: απονίβομαι)
- άλλη μορφή του απονίπτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απονίβω
|