αποσκλήρανε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αποσκλήρανε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αποσκληραίνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποσκληραίνω