αποστέλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστέλλω < αρχαία ελληνική ἀποστέλλω < ἀπό + στέλλω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποστέλλω (παθητική φωνή: αποστέλλομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]