αποσχισθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσχισθείς < μετοχή αορίστου του αποσχίζομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

αποσχισθείς -είσα -έν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]