αποτρελάνετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποτρελάνετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτρελαίνω
- θα αποτρελάνετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτρελαίνω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αποτρελαίνω