αποφώλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Δείτε
[επεξεργασία]- την παγιωμένη έκφραση αποφώλιον τέρας, αποφώλιο τέρας
επίσης
- αποφώλιος & αρχαία ελληνικά: ἀποφώλιος, ἀποφώλιον τρέφος
- (δημοτική) αποφώλι