απόλαμπρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.lam.bɾa/
Επίρρημα[επεξεργασία]
απόλαμπρα
- (θρησκεία) απόπασχα
- Το χιόνι αυτό μάς έσωσε! Και τώρα, ωσότου λιώσει, / θα ’ρθει Μεγαλοβδόμαδο, το Πάσχα θα πλακώσει. / Θα βγουν μόνον απόλαμπρα, και τότ’ έρχεται πρώτη / η Κυριακή τ’ αϊ-Θωμά… Αχ! νιότη, πού ’σαι, νιότη!… (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Άσμα τρίτο, 245-248)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόλαμπρα
|