αρμονικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμονικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁρμονικῶς < αρχαία ελληνική ἁρμονικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αρμονικώς
Πηγές[επεξεργασία]
- λήγουν σε -αρμονικώς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)