ασβεστώσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ασβεστώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασβεστώνω
- θα ασβεστώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασβεστώνω