ασβεστώσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ασβεστώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασβεστώνω
  2. θα ασβεστώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασβεστώνω