ασσασίνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασσασίνος < αραβική حشاشين (haššašīn, «αυτός που καπνίζει χασίς» ή κατά άλλη άποψη «ο οπαδός του Χασάν»)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασσασίνος αρσενικό

  • (ιστορία) το μέλος της ισλαμικής αίρεσης του 11ου αιώνα των "Ασσασίνων"· επικεφαλής της ήταν ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ ή αλλιώς "Γέρος του Βουνού", ο οποίος είχε ιδρύσει ένα αυτόνομο κρατίδιο με κέντρο το ορεινό οχυρό Αλαμούτ και στρατολογούσε αφοσιωμένους οπαδούς τους οποίους έστελνε σε αποστολές δολοφονίας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]