ασταρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασταρώνω < αστάρι < τουρ. astar

Ρήμα[επεξεργασία]

ασταρώνω

  1. φοδράρω
  2. απλώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]