ασταρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ασταρώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασταρώνω | αστάρωνα | θα ασταρώνω | να ασταρώνω | ασταρώνοντας | |
β' ενικ. | ασταρώνεις | αστάρωνες | θα ασταρώνεις | να ασταρώνεις | αστάρωνε | |
γ' ενικ. | ασταρώνει | αστάρωνε | θα ασταρώνει | να ασταρώνει | ||
α' πληθ. | ασταρώνουμε | ασταρώναμε | θα ασταρώνουμε | να ασταρώνουμε | ||
β' πληθ. | ασταρώνετε | ασταρώνατε | θα ασταρώνετε | να ασταρώνετε | ασταρώνετε | |
γ' πληθ. | ασταρώνουν(ε) | αστάρωναν ασταρώναν(ε) |
θα ασταρώνουν(ε) | να ασταρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αστάρωσα | θα ασταρώσω | να ασταρώσω | ασταρώσει | ||
β' ενικ. | αστάρωσες | θα ασταρώσεις | να ασταρώσεις | αστάρωσε | ||
γ' ενικ. | αστάρωσε | θα ασταρώσει | να ασταρώσει | |||
α' πληθ. | ασταρώσαμε | θα ασταρώσουμε | να ασταρώσουμε | |||
β' πληθ. | ασταρώσατε | θα ασταρώσετε | να ασταρώσετε | ασταρώστε | ||
γ' πληθ. | αστάρωσαν ασταρώσαν(ε) |
θα ασταρώσουν(ε) | να ασταρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ασταρώσει | είχα ασταρώσει | θα έχω ασταρώσει | να έχω ασταρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ασταρώσει | είχες ασταρώσει | θα έχεις ασταρώσει | να έχεις ασταρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ασταρώσει | είχε ασταρώσει | θα έχει ασταρώσει | να έχει ασταρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ασταρώσει | είχαμε ασταρώσει | θα έχουμε ασταρώσει | να έχουμε ασταρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ασταρώσει | είχατε ασταρώσει | θα έχετε ασταρώσει | να έχετε ασταρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ασταρώσει | είχαν ασταρώσει | θα έχουν ασταρώσει | να έχουν ασταρώσει |
|