αστερόεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστερόεις < αρχαία ελληνική ἀστερόεις < ἀστήρ + -όεις (= γεμάτος)
Επίθετο[επεξεργασία]
ο αστερόεις, η αστοερόεσσα, το αστερόεν
- (αρχαιοπρεπές) έναστρος, γεμάτος αστέρια
- αστερόεις ουρανός
- η αστερόεσσα νύχτα
- (ουσιαστικοποιημένο) (λόγιο) αστερόεσσα: η σημαία των ΗΠΑ
- Οι Αμερικανοί ύψωσαν την αστερόεσσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αστέρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστερόεις