αστερόεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστερόεις < αρχαία ελληνική ἀστερόεις < ἀστήρ + -όεις (= γεμάτος)

Επίθετο[επεξεργασία]

ο αστερόεις, η αστοερόεσσα, το αστερόεν

  1. (αρχαιοπρεπές) έναστρος, γεμάτος αστέρια
    • αστερόεις ουρανός
    • η αστερόεσσα νύχτα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (λόγιο) αστερόεσσα: η σημαία των ΗΠΑ
    Οι Αμερικανοί ύψωσαν την αστερόεσσα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]