ατακτήσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ατακτήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ατακτώ
- θα ατακτήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ατακτώ