αυθαιρετήσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αυθαιρετήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυθαιρετώ
- θα αυθαιρετήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυθαιρετώ