αυξομειωθείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αυξομειωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυξομειώνομαι
  2. θα αυξομειωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυξομειώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αυξομειώνομαι