αυτοδιαψευστώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αυτοδιαψευστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοδιαψεύδομαι
- θα αυτοδιαψευστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοδιαψεύδομαι