αυτοονομαστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αυτοονομαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αυτοονομάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοονομάζομαι
  3. θα αυτοονομαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοονομάζομαι