αυτοονομαστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αυτοονομαστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοονομάζομαι
  2. θα αυτοονομαστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοονομάζομαι