αυτοσυντηρηθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αυτοσυντηρηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοσυντηρούμαι
  2. θα αυτοσυντηρηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοσυντηρούμαι