αυτοχειριαστείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αυτοχειριαστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοχειριάζομαι
  2. θα αυτοχειριαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοχειριάζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αυτοχειριάζομαι