αφοπλίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αφοπλίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αφοπλίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφοπλίζω
  3. θα αφοπλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφοπλίζω