αφότου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφότου < αρχαία ελληνική ἀφ' ὅτου
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
αφότου
- (χρονικός) από τότε που
- πολλά άλλαξαν αφότου έφυγες ...