αἰσχρορρημονέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αἰσχρορρημονέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]αἰσχρορρημονέω - αἰσχρορρημονῶ (συνηρημένο)
- μεταχειρίζομαι αισχρή γλώσσα