αἰόλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἰόλλω < ομόρριζο με το αἰόλος

Ρήμα[επεξεργασία]

αἰόλλω

  1. στρέφω από δω κι από εκεί, οπουδήποτε
  2. ποικίλω


Συγγενικά[επεξεργασία]