αἰώρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αἰώρα < αρχαία ελληνική αἰώρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αἰώρα
- πολυτονική γραφή της λέξης αιώρα
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αἰώρα < ἀείρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αἰώρα θηλυκό