αἴθρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἴθρη < αἰθήρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αἴθρη και αἴθρα (αρσενικό, αἶθρος)