αἴρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | αἴρω | αἴρομαι |
Παρατατικός | ᾖρον | ᾐρόμην |
Μέλλοντας | ἀρῶ | ἀροῦμαι, ἀρθήσομαι |
Αόριστος | ᾖρα | ᾐράμην, ᾔρθην |
Παρακείμενος | ᾖρκα | ᾖρμαι |
Υπερσυντέλικος | ᾔρκειν | ᾔρμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
[επεξεργασία]αἴρω (παθητική φωνή: αἴρομαι)
- συνηρημένη μορφή του ἀείρω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 198
- αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
- Το κορμί μου κρατάτε! Κι απάνου το κεφάλι μου ορθώστε
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 198
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- αἴρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἴρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.