βαβαδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

βαβαδίζω < βα βα βα (ήχοι μωρού ή καθυστερημένου) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

  • (ηχομιμητική λέξη) μπεμπεκίζω, βγάζω άναρθρους ήχου, βγάζω ήχους σαν μωρό ή άτομο με νοητική υστέρηση/καθυστέρηση

Κλίση[επεξεργασία]