βαμπίρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαμπίρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vampire < γερμανική Vampir < σλαβικής προέλευσης (σερβοκροατικά vàmpīr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαμπίρ ουδέτερο άκλιτο
- (ζωολογία) το είδος νυχτερίδας που τρέφεται και με το αίμα διαφόρων ζώων
- το μυθικό πλάσμα το οποίο τρέφεται με ανθρώπινο αίμα
- ≈ συνώνυμα: ο βάμπιρος, ο βρικόλακας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαμπίρ
→ δείτε τη λέξη βρικόλακας |
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)