βδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βδία < αρχαία ελληνική εὐδία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βδία (θηλυκό)

  • καλοκαιρία, ιδιωματική λέξη που συνηθίζεται να λέγεται στη Νάξο και σε άλλα νησιά στις Κυκλάδες, συνηθέστερα από ψαράδες.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]