βιοδιασπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοδιασπώ < βιο- + διασπώ

Ρήμα[επεξεργασία]

βιοδιασπώ (παθητική φωνή: βιοδιασπώμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]