βλαχομπαρόκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλαχομπαρόκ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλαχομπαρόκ
|
βλαχομπαρόκ ουδέτερο άκλιτο
|