βρομίσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]βρομίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρομίζω
- θα βρομίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρομίζω