βυθομετρήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βυθομετρήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βυθομετρώ
  2. θα βυθομετρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βυθομετρώ