βυθομετρήσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]βυθομετρήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βυθομετρώ
- θα βυθομετρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βυθομετρώ