γαργαλιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαργαλιέμαι < γαργαλάω
Ρήμα[επεξεργασία]
γαργαλιέμαι
- κάποιος με γαργαλάει και νιώθω
- α)την ανάγκη να γελάσω
- β)ενόχληση
- γ)ερωτική επιθυμία
- εν δυνάμει νιώθω το γαργάλημα, δηλαδή αυτή τη στιγμή κανείς δεν με γαργαλάει αλλά αν με αγγίξουν σε κάποιες περιοχές θα αισθανθώ γαργάλημα (σε αντιδιαστολή προς ανθρώπους που δεν γαργαλιώνται εύκολα ή και που δεν αισθάνονται το γαργάλημα καθόλου)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γαργαλάω-γαργαλώ
- γαργαλίζω
- γαργαλεύω
- γαργαλιστικός
- γαργαλιάρης
- γαργάλημα - γαργάλεμα - γαργάλισμα - γαργαλητό
Κλίση[επεξεργασία]
- ενεστ. γαργαλιέμαι παρατατ. γαργαλιόμουν μέλλοντας θα γαργαλιέμαι και θα γαργαληθώ αόριστος γαργαλήθηκα παρακειμενος έχω γαργαληθεί (η μετοχή γαργαλημένος, αλλά αδόκιμη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαργαλιέμαι
|