γεράσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γεράσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γερνώ
  2. θα γεράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γερνώ
  3. να γεράσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γερνώ