γερούσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γερούσιος < γερουσία

Επίθετο[επεξεργασία]

γερούσιος, ος, ον

  1. που ανήκει σε γέροντες, ο σχετικός με γέροντες, ο σεβαστός
    γερούσιος οἶνος (το καλό κρασί, το φυλαγμένο για τους γέροντες αρχηγούς)
    γερούσιος ὅρκος (όρκος που έπαιρναν οι γέροντες αρχηγοί, μέλη της γερουσίας)
  2. ο κατάλληλος για την γερουσία, κατάλληλος για αρχηγός