γεωγραφέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γεωγραφέω < γεωγράφος
Ρήμα[επεξεργασία]
γεωγραφέω-γεωγραφῶ (μεταγενέστερη ελληνική)
- ασχολούμαι με τη γεωγραφία
γεωγραφέω < γεωγράφος
γεωγραφέω-γεωγραφῶ (μεταγενέστερη ελληνική)