γιανίσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κυπριακά (el-cyp)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιανίσκω < (Χρειάζεται επεξεργασία) ιανίσκω < ιαίνω < αρχαία ελληνική ἴασις < ἰάομαι / ἰῶμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

γιανίσκω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιανίσκω < από τον αόριστο του ρήματος γιαίνω + -ίσκω < ὑγιαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

γιανίσκω

  • θεραπεύω, γιατρεύω
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 115, στ. 6 (στίχοι 5-6) @georgakas.lit.auth.gr
    Τὸ λασμαρὶν τοὺς ἄρωστους μυρίζοντα βουθᾶ τους
    γιανίσκει καὶ παρηγορᾶ καμπόσον καὶ βουθᾶ τους·

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]