γιατρευτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

γιατρευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γιατρεύομαι
  2. θα γιατρευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γιατρεύομαι