γιγαντιαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
γιγαντιαία
- ...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιγαντιαία
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γιγαντιαία, θηλυκό του γιγαντιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
γιγαντιαία
- γιγαντιαίο, στην ονομαστική του πληθυντικού
- γιγαντιαίο, στην αιτιατική του πληθυντικού
- γιγαντιαίο, στην κλητική του πληθυντικού