γιεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιεν < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 円 (en) (=κύκλος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιεν ουδέτερο άκλιτο
- το νόμισμα της Ιαπωνίας
γιεν ουδέτερο άκλιτο