γιουσουρούμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιουσουρούμ < ίσως από την πιάτσα των Εβραίων στα παλιατζίδικα του κέντρου της Αθήνας (το ρουμ στα τουρκικά ήταν ο Ρωμηός, ο Έλληνας), ίσως και επώνυμο Εβραίου παλαιοπώλη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιουσουρούμ ουδέτερο άκλιτο
- το κέντρο της Αθήνας με παλιατζίδικα
- χαρακτηρισμός για κάτι παλιό, άχρηστο, άνευ αξίας
- Είναι για το γιουσουρούμ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιουσουρούμ
|